- προσαγωγός
- -ό / προσαγωγός, -όν, ΝΑ [προσάγω]νεοελλ.1. αυτός που πλησιάζει ένα πράγμα προς κάτι άλλο («προσαγωγοί μύες»[ανατ.] μύες που φέρνουν ένα τμήμα τού σώματος προς το μέσο επίπεδο ή προς τον άξονα ενός άκρου και, ειδικότερα, τρεις ισχυροί μύες τού μηρού, ο μακρός προσαγωγός, ο βραχύς προσαγωγός και ο μέγας προσαγωγός)2. (ανατ. -ιατρ.) χαρακτηρισμός ανατομικών στοιχείων που η λειτουργία τους ασκείται από την περιφέρεια προς το κέντρο ενός οργάνου, όπως είναι λ.χ. τα προσαγωγά αρτηρίδια τών μαλπιγγιανών σωματίων τών νεφρώναρχ.1. αυτός που διακρίνεται για την ικανότητά του να προσάγει, θελκτικός, ελκυστικός ή πειστικός («ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ αληθέστερον», Θουκ.)2. διεγερτικός3. το αρσ. ως ουσ. ὁ προσαγωγόςπιθ. προσαγωγεύς*.
Dictionary of Greek. 2013.